- υδροβιολογία
- Κλάδος της βιολογίας, που ασχολείται ειδικά με τους ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς που ζουν μέσα στο νερό, είτε θαλασσινό, είτε γλυκό. Η υ. ερευνά επίσης και την επίδραση που έχει το νερό πάνω στους οργανισμούς αυτούς. Στη μελέτη της υ. συμβάλλουν κυρίως η ζωολογία, η βοτανική και η υδρογραφία. Η ανάπτυξη της υ. άρχισε μετά την ανακάλυψη του μικροσκοπίου και, κυρίως, κατά το 1870, όταν ιδρύθηκε ο πρώτος υδροβιολογικός σταθμός στη Νεάπολη της Ιταλίας. Οι πρώτες υδροβιολογικές εργασίες ήταν περισσότερο μορφολογικές, αργότερα όμως επεκτάθηκαν και σε μελέτες της εσωτερικής κατασκευής των υδρόβιων οργανισμών. Η συλλογή των υλικών που προορίζεται για εξέταση πραγματοποιείται με ειδικά όργανα, γίνεται δε περισσότερο δύσκολη εφόσον το βάθος στο οποίο ζουν τα ζώα είναι μεγάλο. Μεγάλη ώθηση στην υ. έδωσε κυρίως ο Καρλ Σέμπερ το 1880.
Η υδροβιολογία είναι κλάδος της βιολογίας που μελετά τους οργανισμούς που ζουν στο νερό ή στην επιφάνειά του. Ιδιαίτερος κλάδος της είναι η φυτοϋδροβιολογία, που διερευνά τα μέσα ανάπτυξης και πολλαπλασιασμού των υδρόβιων φυτών. Ένα φυτό του είδους, από τα πιο γνωστά, είναι και το νούφαρο.
* * *η, Νκλάδος τής βιολογίας, ο οποίος έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών υδρόβιων οργανισμών και ειδικότερα τής φυσιολογίας, τού μεταβολισμού, τής συμπεριφοράς και τής οικολογίας τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydrobiology (< υδρ[ο]-* + βιολογία)].
Dictionary of Greek. 2013.